-
1 θρῖναξ
θρῖναξ, - ακοςGrammatical information: f.Meaning: `three-pronged fork, trident' (Ar., Tab. Heracl. 1, 5, Nic.).Derivatives: From there Θρινακίη f. "fork-island", name of a mythical island (Od.), later identified with Sicily, through folketymology changed to Τρινακρία ( τρία ἄκρα); also Θρινακίς f. (Str.); adj. Θρινάκιος `Sicilian' (Nic.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word in - ᾰξ (Chantraine Formation 377ff.). Mostly interpreted as a compound with τρι- `three': acc. to Sommer Lautstud. 55ff. from IE * tri-snak- (to Eng. snag `tooth' etc.); after Kretschmer BphW 1906, 55 from *trisn-aḱ `with three points' (IE * tris-no- = Lat. ternī); acc. to Geffcken-Herbig Glotta 9, 103f. from * tri-snak- to νάκη, νάκος (?). - Or to θρῖον `fig-leaf' (because of the form)?; cf. also θρινία ἄμπελος ἐν Κρήτῃ H. - The IE etymologies have failed. Fur. 189 compares τρίναξ `an instrument in agriculture'; note also the frequent suffix - ακ-Page in Frisk: 1,683-684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρῖναξ
-
2 ἀμφισβητέω
ἀμφισ-βητέω, [tense] impf. ἠμφεσβήτουν: [tense] fut. - ήσω: [tense] aor. ἠμφεσβήτησα:—[voice] Pass., [tense] fut. of med. formA : [tense] aor.ἠμφεσβητήθην Id.Plt. 276b
, al., Is.8.44:—[dialect] Ion. [full] ἀμφισβᾰτέω twice in Hdt. (v. infr.), SIG279.18 ([place name] Zelea): [tense] impf.ἀμφεσβάτει Inscr.Prien.37.99
; also [dialect] Aeol. [tense] pf. part. [voice] Pass.ἀμφισβατημένος IG12(2).6.25
([place name] Mytilene): (v. βαίνω):—lit. go asunder, stand apart: hence, disagree with, .b abs., disagree, dispute, wrangle, Id.4.14, etc.:περί τινος And.1.27
, Isoc.4.19, Pl.Prt. 337a;ὑπέρ τινος Antipho3.4.3
:πρός τινα 3.1.1
; οἱἀμφισβητοῦντες the parties, in a law-suit, Arist.Rh. 1354a31.2 c. dat. pers., dispute or argue with a person, Pl.Phdr. 263a,al.;τινὶ περί τινος Id.Plt. 268a
.3 c. gen. rei, dispute for or about a thing,τοῦ σίτου τοῦ ἡμετέρου D.32.9
; lay claim to,τῆς ἡγεμονίας Isoc.4.20
; τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων Epist. Phil. ap. D.12.23;τῆς ἀρχῆς D.39.19
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1280a6
, cf. 1283a11; τρία τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος three things which claim equal shares in.., 1294a19;τῆς μεσότητος ἀ. τὰ ἄκρα EN 1125b18
:—also ἀ. πρός τι make a claim with reference to a standard, Pol. 1283a24.b [dialect] Att. law-term, lay claim to property of deceased or guardianship of heiress, χρημάτων Jsoc.19.3;κλήρου D.3.5
, 44.38;κληρονομίας Is.3.1
: abs., 3.61, 6.3; ; πρὸς διαθήκην in defiance of a will, Isoc.19.1.4 c. acc. rei, dispute point, be at issue upon it,ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Pl.Grg. 472d
;οὐκ ἀληθῆ ἀ. Mx. 242d
; cf. ἀμφισβητητέον.5 c. acc. et inf., argue, maintain that..,ἀ. εἶναί τι Id.Grg. 452c
, cf. D.27.62, etc.; but ἀ. ὅτι ἐστί τι dispute the fact that.., Pl.Smp. 215b: with neg., argue or maintain that it is not,τὸ μὴ οὐχὶ ἡδέα εἶναι τὰ ἡδέα λόγος οὐδεὶς ἀ. Phlb. 13a
;ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμέ D.19.19
;ἀ. ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγει τις Pl.R. 476d
,al.: οὐδεὶς ἀ. περὶ τούτων, ὡς οὐ .. Arist.Pol. 1287b17;σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι Aeschin.2.148
.II [voice] Pass., to be the subject of dispute, to be in question,ἀμφισβητεῖταί τι Pl.R. 581e
, etc.: impers., ;περί τινος R. 457e
; ;ὁ πολίτης ἀ.
is a debatable term,Arist.
Pol. 1275a2; τὰ ἀμφισβητούμενα, = ἀμφισβητήματα, Th. 6.10, 7.18, Isoc.4.19, Pl.Lg. 641e, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφισβητέω
См. также в других словарях:
Тринакия — или Тринакрия (Τρινακρία, Τρινακία, у Гомера Θρινακία) древнее название островов Сицилии и Родоса. Сицилия называлась так либо потому, что имела три больших мыса (Τρία ακρα) Пахин, Лилибей и Пелор, либо потому, что форма острова была треугольная … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek